χρυσόκερως — ων, Α 1. (ως προσωνυμία τού Πανός και τής Σελήνης) αυτός που έχει χρυσά κέρατα 2. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα («ταύρους χρυσόκερως παρασκευασάμενος καὶ θυμιαμάτων... πλῆθος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek
χρυσοκέρως — χρῡσοκέρως , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκερων — χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut gen pl χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc sg χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκερω — χρῡσόκερω̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρῡσόκερω̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοκέρωτα — χρῡσοκέρωτα , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκέρωτας — χρῡσοκέρωτας , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκέρῳ — χρῡσοκέρῳ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκερῳ — χρῡσόκερῳ̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)